φλοίσβος

φλοίσβος
ο / φλοῑσβος, ΝΑ
ελαφρός ήχος που παράγεται όταν μικρά κύματα χτυπούν στην ακτή
νεοελλ.
(γενικά) ελαφρός παφλασμός κινούμενου νερού («ο φλοίσβος τού ρυακιού»)
αρχ.
1. τάραχος, θόρυβος
2. συγκεχυμένος θόρυβος κινούμενου όγκου και, κυρίως, πλήθους ανθρώπων, οχλοβοή
3. (στον Όμ.) βοή από το πεδίο τής μάχης
4. ο θόρυβος τής φουσκοθαλασσιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. η οποία, κατά την επικρατέστερη άποψη και με αφετηρία τη σημ. «ταραχή, αναστάτωση», ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *bhl-ei-d- (πρβλ. φλοιδ-ιῶ, για τη μορφή τής ρίζας βλ. λ. φλίω) εντάσσεται, δηλαδή, στην ευρύτερη οικογένεια τής ΙΕ ρίζας *bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι, κοχλάζω» (πρβλ. φλέω, φλίω, φλύω) και εμφανίζει μια ιδιαίτερη μεταφορική χρήση τής αρχικής σημ. «φουσκώνω» για να δηλωθεί η έννοια τής ταραχής, τής αναστάτωσης, τού αναβρασμού (για τη σημασιολογική αυτή σχέση πρβλ. αρχ. ινδ. tumala- «ταραχή, σύγχυση», λατ. tumultus «ταραχή», γαλλ. tumulte < ΙΕ ρίζα *teu- / *tu-m- «πρήζομαι, φουσκώνω»). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η λ. φλοῖσβος έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση τού επιθήματος -βος, που απαντά σε λ. οι οποίες δηλώνουν ήχο, όπως θόρυ-βος, κόνα-βος (πρβλ. τη χρήση τής λ. φλοῖσβος με σημ. «θόρυβος») από έναν τ. *φλοισμός (πρβλ. -φλοισμός, ὑπερ-φλοισμός) σχηματισμένον από το θ. φλοιδ- με κατάλ. -μος και με τροπή τού συμπλέγματος -δμ- σε -σμ- (για την τάση αυτή τής γλώσσας να αποφεύγεται το συμφωνικό αυτό σύμπλεγμα πρβλ. ἴσμεν: ἴδμεν, ὀσμή*: ὀδμή). Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι κατά την αρχαιότητα η λ. φλοῖσβος είχε ερμηνευθεί ως παρ. τού ρ. φλέω, μέσω μιας σημ. τού ρ. «κοχλάζω, αναβράζω» (για τη σημ. αυτή βλ. λ. φλέω), είχε δηλαδή επισημανθεί η ένταξη της στην οικογένεια αυτή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φλοῖσβος — any confused roaring noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοίσβος — ο 1. ο θόρυβος της φουσκοθαλασσιάς. 2. ο ήχος που κάνει το κύμα όταν χτυπάει στην ακτή. 3. ελαφρός παφλασμός νερού που κινείται: Ο φλοίσβος του ρυακιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλοῖσβοι — φλοῖσβος any confused roaring noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοῖσβον — φλοῖσβος any confused roaring noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφλοισβος — η, ο / πολύφλοισβος, ον, ΝΑ (για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ. β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο… …   Dictionary of Greek

  • υπόφλοισβος — ον, Α αυτός που κάνει ελαφρό φλοίσβο, που παφλάζει ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φλοῖσβος (πρβλ. πολύ φλοισβος)] …   Dictionary of Greek

  • φλοίσβισμα — το, ατος φλοίσβος, το να παράγεται φλοίσβος: Το σιγανό κυματάκι έχει απαλό φλοίσβισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλοίσβω — φλοί̱σβω , φλοῖσβος any confused roaring noise masc nom/voc/acc dual φλοί̱σβω , φλοῖσβος any confused roaring noise masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλασμα — το (AM γέλασμα) [γελώ] 1. το γέλιο 2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως 3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία νεοελλ. το ξεγέλασμα, η απάτη αρχ. ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.) …   Dictionary of Greek

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”